- συγγράψω
- συγγράφωwriteaor subj act 1st sgσυγγράφωwriteaor ind mid 2nd sg (epic ionic)συγγράφωwritefut ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταμελετώ — καταμελετῶ, άω (Α) 1. εξασκώ, γυμνάζω πλήρως 2. σπουδάζω, μελετώ με προσοχή για να συγγράψω κάτι … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek